σφενδονώ
Смотреть что такое "σφενδονώ" в других словарях:
σφενδονώ — σφενδονῶ, άω, ΝΑ, και σφεντονώ, άω, Ν, και σφενδονῶ, έω, ΜΑ [σφενδόνη] χρησιμοποιώ σφενδόνη για τη βολή λίθων ή άλλου βλήματος, χτυπώ με σφεντόνα νεοελλ. εκσφενδονίζω αρχ. κινώ κάτι σαν σφενδόνη, περιστρέφω, αιωρώ («ὅπλισμα... λαβὼν δεινῆς… … Dictionary of Greek
σφενδονῶ — σφενδονάω use the sling pres imperat mp 2nd sg σφενδονάω use the sling pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σφενδονάω use the sling pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σφενδονάω use the sling pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονήτης — και σφενδονίτης, ο, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σφενδονάτας Α [σφενδονῶ / σφενδόνη] στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη μσν. (για λίθο) αυτός που ρίχθηκε με σφενδόνη … Dictionary of Greek
σφενδόνημα — το, ΝΜ, και σφεντόνημα Ν [σφενδονώ] σφεντονιά … Dictionary of Greek
σφενδόνηση — η / σφενδόνησις, ήσεως, ΝΑ [σφενδονῶ] βολή λίθων με τη σφεντόνα ή με άλλο μέσο, χτύπημα με σφεντόνα … Dictionary of Greek
σφεντονώ — άω, Ν βλ. σφενδονώ … Dictionary of Greek